- αναχλόαση
- ηη δημιουργία πυκνής χαμηλής βλάστησης σε εδάφη τα οποία εμφανίζουν διάβρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχλοάζω. Η λ., ως απόδοση του γαλλ. gazonnement, μαρτυρείται από το 1895 από τον οικονομολόγο Γεώργιο Κοφινά στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.